- δημεγερσία
- η (Α δημεγερσία, Μ δημοεγερσία)η παρακίνηση τού δήμου σε στάση, η εξέγερση τού λαού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημεγερτικός — ή, ό αυτός που αφορά στον δημεγέρτη ή αποβλέπει σε δημεγερσία («δημεγερτική τακτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δημεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
δημοεγερσία — η βλ. δημεγερσία … Dictionary of Greek